ροδοκοκκίνισμα

ροδοκοκκίνισμα
το, Ν [ροδοκοκκινίζω]
το να γίνεται κάτι ροδοκόκκινο, το να αποκτά ροδοκόκκινο χρώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρόδισμα — το, Ν [ροδίζω] 1. το να ροδίζει, να παίρνει κάτι το χρώμα τού ρόδου («το ρόδισμα της Ανατολής») 2. το ροδοκοκκίνισμα φαγητού ή γλυκού …   Dictionary of Greek

  • ρόδισμα — το, ατος ροδοκοκκίνισμα: Έβγαλες το ψωμί από το φούρνο πάνω στο ρόδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”